Κρατάω έναν μπότη σαν εκείνο τον αρχαίο Θεό τον Κρόνο που ρέει το χρόνο.
Ρέω κι εγώ το νερό μου προσπαθώντας να καταλάβω τους αναχρονισμούς του.
Ορισμένες φορές είναι τόσο επικίνδυνοι, που φοβάμαι μήπως νομίζω πως ζω τώρα, ενώ ζω στο χτες.
Το περίεργο είναι πως δεν είμαι μόνη. Στο δρόμο συναντώ κι άλλους τέτοιους: συγγενείς, φίλους, γνωστούς…
Μαζεμένοι στην αλάνα, μεταμφιεστήκαμε σε ενήλικες, και παίζουμε: ένας κουτσό, άλλος κυνηγητό, άλλος κρυφτό!
Η πλάκα δεν είναι ότι παίζουμε αλλά πως δεν συγχρονιζόμαστε.
Καθένας παίζει το δικό του παιχνίδι, προσπαθώντας να κερδίσει τους άλλους!
Οι πιο καπάτσοι κυνηγάνε αυτό τον αλήτη, τον Κρόνο για να του κλέψουν την καραμπογιά και να πασαλειφτούνε μπας και δείχνουνε νέοι!
Μα κείνος στωικά εξακολουθεί να ρέει το χρόνο με το μπότη του, παρακολουθώντας γελαστός κάτω από τα μουστάκια του.
Κανείς δε δίνει πια σημασία στο νερό του. Αξόδευτες χύνονται οι χρυσές του σταγόνες.
Αυτές που πρέπει κανείς να πιεί για να προχωρήσει. Όλο το νερό για ν΄αγιάσει.
Πίνει, προχωράει, απολαμβάνει το παιχνίδι της ζωής κλωτσώντας τη μπάλα που θα τύχει στα πόδια του και πάει παραπέρα σφυρίζοντας ανέμελα.
Ή και παρακάτω.
Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν να παίζουν τα παιχνίδια τους: ο κυνηγημένος θα συναγωνίζεται τον κρυμμένο μέχρι ν΄ ανακαλύψει πως είναι μόνος!
Μόνος κατάμονος χαμένος. Στο παρά πριν!
Διότι είναι μοναχικό το παιχνίδι της ζωής.
Άλλο νέος κι άλλο ανώριμος καρδιά μου…